προτυποποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτυποποίηση οι προτυποποιήσεις
      γενική της προτυποποίησης* των προτυποποιήσεων
    αιτιατική την προτυποποίηση τις προτυποποιήσεις
     κλητική προτυποποίηση προτυποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτυποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτυποποίηση < προτυποποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική standardization[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική standardisation[1])

Ουσιαστικό

προτυποποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. προτυποποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.