προτεκτοράτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτεκτοράτο τα προτεκτοράτα
      γενική του προτεκτοράτου των προτεκτοράτων
    αιτιατική το προτεκτοράτο τα προτεκτοράτα
     κλητική προτεκτοράτο προτεκτοράτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτεκτοράτο < (λόγιο δάνειο) γαλλική protectorat[1]

Ουσιαστικό

προτεκτοράτο ουδέτερο

  1. η κατάσταση εξάρτησης ενός μικρού ή αδύνατου κράτους, ιδίως στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, από κάποιο μεγαλύτερο και δυνατότερο κράτος
  2. (ειδικότερα) το κράτος που βρίσκεται υπό καθεστώς τέτοιας εξάρτησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.