προσωπόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσωπόμετρο | τα | προσωπόμετρα |
| γενική | του | προσωπόμετρου & προσωπομέτρου |
των | προσωπόμετρων & προσωπομέτρων |
| αιτιατική | το | προσωπόμετρο | τα | προσωπόμετρα |
| κλητική | προσωπόμετρο | προσωπόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσωπόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopometer < αρχαία ελληνική πρόσωπον + μέτρον
Πηγές
- προσωπόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσωπόμετρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.