desktop

Αγγλικά (en)

Απεικόνιση ενός desktop με οθόνη, κύρια μονάδα, πληκτρολόγιο και ποντίκι

Ετυμολογία

desktop < desk + top

Ουσιαστικό

desktop (en)

  1. η πάνω επιφάνεια ενός τραπεζιού, γραφείου, θρανίου, κλπ.
  2. (πληροφορική) η επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή
  3. (πληροφορική) ο σταθερός (επιτραπέζιος) προσωπικός υπολογιστής [1]
    υπερώνυμα: personal computer (PC)
    υπώνυμα: PS/2 (IBM)

Πολυλεκτικοί όροι

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Desktop computer. Πρόσβαση 2021-05-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.