προσφυγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσφυγιά οι προσφυγιές
      γενική της προσφυγιάς των προσφυγιών
    αιτιατική την προσφυγιά τις προσφυγιές
     κλητική προσφυγιά προσφυγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσφυγιά < πρόσφυγ(ας) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.sfiˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσφυγιά

Ουσιαστικό

προσφυγιά θηλυκό

  1. η κατάσταση του πρόσφυγα
  2. (περιληπτικό) το σύνολο των προσφύγων από μια περιοχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.