προσυμπτωματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσυμπτωματολογικός < προ- + συμπτωματολογικός ή προσυμπτωματολογ(ία) + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
προσυμπτωματολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική, σπάνιο, νεολογισμός) που συσχετίζεται με τον προσυμπτωματικό ή αναφέρεται στην προσυμπτωματολογία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ※ Προσυμπτωματικός έλεγχος. Προσυμπτωματολογική διαλογή με μέτρηση της γλυκόζης νηστείας στο πλάσμα συνιστάται για άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών και BMI >25 και η εξέταση επαναλαμβάνεται ανά τριετία.
- Σοφία Πέτρου, Σακχαρώδης διαβήτης και μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο, Διπλωματική εργασία (Αθήνα, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, 2018)
- ※ Προσυμπτωματικός έλεγχος. Προσυμπτωματολογική διαλογή με μέτρηση της γλυκόζης νηστείας στο πλάσμα συνιστάται για άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών και BMI >25 και η εξέταση επαναλαμβάνεται ανά τριετία.
Σημειώσεις
- ενδεχομένως χρησιμοποιείται από ορισμένους και ως συνώνυμο του προσυμπτωματικός:
- ※ Στο Eρρίκος Nτυνάν Hospital Center ο προσυμπτωματολογικός έλεγχος πραγματοποιείται εντός 2 ωρών, αφού όλα τα τμήματα είναι συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο («Τμήμα Προληπτικού Ελέγχου / Check - Up», Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center· πρόσβαση: 2022-09-05)
Μεταφράσεις
προσυμπτωματολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.