προσυδάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσυδάτωση οι προσυδατώσεις
      γενική της προσυδάτωσης* των προσυδατώσεων
    αιτιατική την προσυδάτωση τις προσυδατώσεις
     κλητική προσυδάτωση προσυδατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσυδατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσυδάτωση < προσυδατώνω + -ση

Ουσιαστικό

προσυδάτωση θηλυκό

  • (αεροπορικός όρος) η «προσγείωση» ενός ιπτάμενου οχήματος σε υδάτινη επιφάνεια (θάλασσα, λίμνη, ποταμός κ.λπ.)
    Πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά την αναγκαστική προσυδάτωση ρωσικού επιβατικού αεροσκάφους Antonov 24 στην κοίτη του ποταμού Ομπ στη Σιβηρία έπειτα από βλάβη στον κινητήρα. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.