προσροφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσροφώ < προσ- + ροφώ
Ρήμα
προσροφώ (παθητική φωνή: προσροφώμαι)
Συγγενικά
- προσρόφηση
- προσροφητής
- → δείτε τις λέξεις προς και ροφώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσροφάω - προσροφώ | προσροφούσα | θα προσροφάω - προσροφώ | να προσροφάω - προσροφώ | προσροφώντας | |
| β' ενικ. | προσροφάς | προσροφούσες | θα προσροφάς | να προσροφάς | προσρόφα - προσρόφαγε | |
| γ' ενικ. | προσροφάει - προσροφά | προσροφούσε | θα προσροφάει - προσροφά | να προσροφάει - προσροφά | ||
| α' πληθ. | προσροφάμε - προσροφούμε | προσροφούσαμε | θα προσροφάμε - προσροφούμε | να προσροφάμε - προσροφούμε | ||
| β' πληθ. | προσροφάτε | προσροφούσατε | θα προσροφάτε | να προσροφάτε | προσροφάτε | |
| γ' πληθ. | προσροφάν(ε) - προσροφούν(ε) | προσροφούσαν(ε) | θα προσροφάν(ε) - προσροφούν(ε) | να προσροφάν(ε) - προσροφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσρόφησα | θα προσροφήσω | να προσροφήσω | προσροφήσει | ||
| β' ενικ. | προσρόφησες | θα προσροφήσεις | να προσροφήσεις | προσρόφα - προσρόφησε | ||
| γ' ενικ. | προσρόφησε | θα προσροφήσει | να προσροφήσει | |||
| α' πληθ. | προσροφήσαμε | θα προσροφήσουμε | να προσροφήσουμε | |||
| β' πληθ. | προσροφήσατε | θα προσροφήσετε | να προσροφήσετε | προσροφήστε | ||
| γ' πληθ. | προσρόφησαν προσροφήσαν(ε) |
θα προσροφήσουν(ε) | να προσροφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσροφήσει | είχα προσροφήσει | θα έχω προσροφήσει | να έχω προσροφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσροφήσει | είχες προσροφήσει | θα έχεις προσροφήσει | να έχεις προσροφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσροφήσει | είχε προσροφήσει | θα έχει προσροφήσει | να έχει προσροφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσροφήσει | είχαμε προσροφήσει | θα έχουμε προσροφήσει | να έχουμε προσροφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσροφήσει | είχατε προσροφήσει | θα έχετε προσροφήσει | να έχετε προσροφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσροφήσει | είχαν προσροφήσει | θα έχουν προσροφήσει | να έχουν προσροφήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.