προσοντούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | προσοντούχος | το | προσοντούχο | ||
| γενική | του/της | προσοντούχου | του | προσοντούχου | ||
| αιτιατική | τον/την | προσοντούχο | το | προσοντούχο | ||
| κλητική | προσοντούχε | προσοντούχο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | προσοντούχοι | τα | προσοντούχα | ||
| γενική | των | προσοντούχων | των | προσοντούχων | ||
| αιτιατική | τους/τις | προσοντούχους | τα | προσοντούχα | ||
| κλητική | προσοντούχοι | προσοντούχα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσοντούχος < προσόντ(α) + -ούχος
Μεταφράσεις
προσοντούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.