προσμέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσμέτρηση οι προσμετρήσεις
      γενική της προσμέτρησης* των προσμετρήσεων
    αιτιατική την προσμέτρηση τις προσμετρήσεις
     κλητική προσμέτρηση προσμετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσμετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσμέτρηση < προσμετρώ + -ση

Ουσιαστικό

προσμέτρηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.