συνυπολογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνυπολογισμός οι συνυπολογισμοί
      γενική του συνυπολογισμού των συνυπολογισμών
    αιτιατική τον συνυπολογισμό τους συνυπολογισμούς
     κλητική συνυπολογισμέ συνυπολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνυπολογισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνυπολογισμός αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.