προσκυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσκυρώνομαι | προσκυρωνόμουν(α) | θα προσκυρώνομαι | να προσκυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | προσκυρώνεσαι | προσκυρωνόσουν(α) | θα προσκυρώνεσαι | να προσκυρώνεσαι | (προσκυρώνου) | |
| γ' ενικ. | προσκυρώνεται | προσκυρωνόταν(ε) | θα προσκυρώνεται | να προσκυρώνεται | ||
| α' πληθ. | προσκυρωνόμαστε | προσκυρωνόμαστε προσκυρωνόμασταν |
θα προσκυρωνόμαστε | να προσκυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσκυρώνεστε | προσκυρωνόσαστε προσκυρωνόσασταν |
θα προσκυρώνεστε | να προσκυρώνεστε | (προσκυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | προσκυρώνονται | προσκυρώνονταν προσκυρωνόντουσαν |
θα προσκυρώνονται | να προσκυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσκυρώθηκα | θα προσκυρωθώ | να προσκυρωθώ | προσκυρωθεί | ||
| β' ενικ. | προσκυρώθηκες | θα προσκυρωθείς | να προσκυρωθείς | προσκυρώσου | ||
| γ' ενικ. | προσκυρώθηκε | θα προσκυρωθεί | να προσκυρωθεί | |||
| α' πληθ. | προσκυρωθήκαμε | θα προσκυρωθούμε | να προσκυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | προσκυρωθήκατε | θα προσκυρωθείτε | να προσκυρωθείτε | προσκυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | προσκυρώθηκαν προσκυρωθήκαν(ε) |
θα προσκυρωθούν(ε) | να προσκυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσκυρωθεί | είχα προσκυρωθεί | θα έχω προσκυρωθεί | να έχω προσκυρωθεί | προσκυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσκυρωθεί | είχες προσκυρωθεί | θα έχεις προσκυρωθεί | να έχεις προσκυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσκυρωθεί | είχε προσκυρωθεί | θα έχει προσκυρωθεί | να έχει προσκυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσκυρωθεί | είχαμε προσκυρωθεί | θα έχουμε προσκυρωθεί | να έχουμε προσκυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσκυρωθεί | είχατε προσκυρωθεί | θα έχετε προσκυρωθεί | να έχετε προσκυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσκυρωθεί | είχαν προσκυρωθεί | θα έχουν προσκυρωθεί | να έχουν προσκυρωθεί | ||
Μεταφράσεις
προσκυρώνομαι
|
|
Πηγές
- προσκυρώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.