προσκυνηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσκυνηματικός | η | προσκυνηματική | το | προσκυνηματικό |
| γενική | του | προσκυνηματικού | της | προσκυνηματικής | του | προσκυνηματικού |
| αιτιατική | τον | προσκυνηματικό | την | προσκυνηματική | το | προσκυνηματικό |
| κλητική | προσκυνηματικέ | προσκυνηματική | προσκυνηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσκυνηματικοί | οι | προσκυνηματικές | τα | προσκυνηματικά |
| γενική | των | προσκυνηματικών | των | προσκυνηματικών | των | προσκυνηματικών |
| αιτιατική | τους | προσκυνηματικούς | τις | προσκυνηματικές | τα | προσκυνηματικά |
| κλητική | προσκυνηματικοί | προσκυνηματικές | προσκυνηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσκυνηματικός < προσκυνηματ + -ικός[1], απόδοση για την αγγλική pilgrimage (ιδίως σε φράσεις όπως pilgrimage tourism, «θρησκευτικός τουρισμός»)[2]
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσκυνώ και προσκύνημα
Μεταφράσεις
προσκυνηματικός
|
|
Αναφορές
- προσκυνηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσκυνηματικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- προσκυνηματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.