προσκρουστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσκρουστήρας οι προσκρουστήρες
      γενική του προσκρουστήρα των προσκρουστήρων
    αιτιατική τον προσκρουστήρα τους προσκρουστήρες
     κλητική προσκρουστήρα προσκρουστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκρουστήρας < πρόσκρουση + -τήρας

Ουσιαστικό

προσκρουστήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.