προσκοπίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσκοπίνα | οι | προσκοπίνες |
| γενική | της | προσκοπίνας | των | προσκοπίνων |
| αιτιατική | την | προσκοπίνα | τις | προσκοπίνες |
| κλητική | προσκοπίνα | προσκοπίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.