προσεταιριστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσεταιριστικότητα οι προσεταιριστικότητες
      γενική της προσεταιριστικότητας των προσεταιριστικοτήτων
    αιτιατική την προσεταιριστικότητα τις προσεταιριστικότητες
     κλητική προσεταιριστικότητα προσεταιριστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσεταιριστικότητα < προσεταιριστικός

Ουσιαστικό

προσεταιριστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.