προπαρασκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προπαρασκεύασμα | τα | προπαρασκευάσματα |
| γενική | του | προπαρασκευάσματος | των | προπαρασκευασμάτων |
| αιτιατική | το | προπαρασκεύασμα | τα | προπαρασκευάσματα |
| κλητική | προπαρασκεύασμα | προπαρασκευάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπαρασκεύασμα < προπαρασκευάζω + -μα
Μεταφράσεις
προπαρασκεύασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.