προλεταριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προλεταριακός | η | προλεταριακή | το | προλεταριακό |
| γενική | του | προλεταριακού | της | προλεταριακής | του | προλεταριακού |
| αιτιατική | τον | προλεταριακό | την | προλεταριακή | το | προλεταριακό |
| κλητική | προλεταριακέ | προλεταριακή | προλεταριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προλεταριακοί | οι | προλεταριακές | τα | προλεταριακά |
| γενική | των | προλεταριακών | των | προλεταριακών | των | προλεταριακών |
| αιτιατική | τους | προλεταριακούς | τις | προλεταριακές | τα | προλεταριακά |
| κλητική | προλεταριακοί | προλεταριακές | προλεταριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προλεταριακός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prolétarien[1] [2] / prolétaire[2] < λατινική proletarius < proles (απόγονος)
Επίθετο
προλεταριακός
- (κοινωνιολογία) που έχει σχέση με τους προλετάριους ή το προλεταριάτο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προλετάριος
Μεταφράσεις
προλεταριακός
|
- προλεταριακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προλεταριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.