προκληροδότημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προκληροδότημα | τα | προκληροδοτήματα |
| γενική | του | προκληροδοτήματος | των | προκληροδοτημάτων |
| αιτιατική | το | προκληροδότημα | τα | προκληροδοτήματα |
| κλητική | προκληροδότημα | προκληροδοτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προκληροδότημα < προκληροδοτώ + -μα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προκληροδοτώ, κληροδοτώ, κλήρος και δίνω
Μεταφράσεις
προκληροδότημα
|
|
- προκληροδότημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.