προκληροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προκληροδοτώ | προκληροδοτούσα | θα προκληροδοτώ | να προκληροδοτώ | προκληροδοτώντας | |
| β' ενικ. | προκληροδοτείς | προκληροδοτούσες | θα προκληροδοτείς | να προκληροδοτείς | (προκληροδότει) | |
| γ' ενικ. | προκληροδοτεί | προκληροδοτούσε | θα προκληροδοτεί | να προκληροδοτεί | ||
| α' πληθ. | προκληροδοτούμε | προκληροδοτούσαμε | θα προκληροδοτούμε | να προκληροδοτούμε | ||
| β' πληθ. | προκληροδοτείτε | προκληροδοτούσατε | θα προκληροδοτείτε | να προκληροδοτείτε | προκληροδοτείτε | |
| γ' πληθ. | προκληροδοτούν(ε) | προκληροδοτούσαν(ε) | θα προκληροδοτούν(ε) | να προκληροδοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προκληροδότησα | θα προκληροδοτήσω | να προκληροδοτήσω | προκληροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | προκληροδότησες | θα προκληροδοτήσεις | να προκληροδοτήσεις | προκληροδότησε | ||
| γ' ενικ. | προκληροδότησε | θα προκληροδοτήσει | να προκληροδοτήσει | |||
| α' πληθ. | προκληροδοτήσαμε | θα προκληροδοτήσουμε | να προκληροδοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | προκληροδοτήσατε | θα προκληροδοτήσετε | να προκληροδοτήσετε | προκληροδοτήστε | ||
| γ' πληθ. | προκληροδότησαν προκληροδοτήσαν(ε) |
θα προκληροδοτήσουν(ε) | να προκληροδοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προκληροδοτήσει | είχα προκληροδοτήσει | θα έχω προκληροδοτήσει | να έχω προκληροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προκληροδοτήσει | είχες προκληροδοτήσει | θα έχεις προκληροδοτήσει | να έχεις προκληροδοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προκληροδοτήσει | είχε προκληροδοτήσει | θα έχει προκληροδοτήσει | να έχει προκληροδοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προκληροδοτήσει | είχαμε προκληροδοτήσει | θα έχουμε προκληροδοτήσει | να έχουμε προκληροδοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προκληροδοτήσει | είχατε προκληροδοτήσει | θα έχετε προκληροδοτήσει | να έχετε προκληροδοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προκληροδοτήσει | είχαν προκληροδοτήσει | θα έχουν προκληροδοτήσει | να έχουν προκληροδοτήσει |
| |
Μεταφράσεις
προκληροδοτώ
|
|
- προκληροδοτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.