προκεχωρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκεχωρημένος | η | προκεχωρημένη | το | προκεχωρημένο |
| γενική | του | προκεχωρημένου | της | προκεχωρημένης | του | προκεχωρημένου |
| αιτιατική | τον | προκεχωρημένο | την | προκεχωρημένη | το | προκεχωρημένο |
| κλητική | προκεχωρημένε | προκεχωρημένη | προκεχωρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκεχωρημένοι | οι | προκεχωρημένες | τα | προκεχωρημένα |
| γενική | των | προκεχωρημένων | των | προκεχωρημένων | των | προκεχωρημένων |
| αιτιατική | τους | προκεχωρημένους | τις | προκεχωρημένες | τα | προκεχωρημένα |
| κλητική | προκεχωρημένοι | προκεχωρημένες | προκεχωρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκεχωρημένος, λανθασμένος σχηματισμός μετοχής παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό από το ρήμα προχωρώ
Μετοχή
προκεχωρημένος, -η, -ο
- που έχει προχωρήσει εντός μιας περιοχής ή εντός κάποιου πεδίου
- δόγμα της «προκεχωρημένης μάχης» - μάχη που διεξάγεται πριν φτάσει ο εχθρός στα σύνορα
- προκεχωρημένο φυλάκιο
Μεταφράσεις
προκεχωρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.