προκατασκευαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκατασκευαστικός η προκατασκευαστική το προκατασκευαστικό
      γενική του προκατασκευαστικού της προκατασκευαστικής του προκατασκευαστικού
    αιτιατική τον προκατασκευαστικό την προκατασκευαστική το προκατασκευαστικό
     κλητική προκατασκευαστικέ προκατασκευαστική προκατασκευαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκατασκευαστικοί οι προκατασκευαστικές τα προκατασκευαστικά
      γενική των προκατασκευαστικών των προκατασκευαστικών των προκατασκευαστικών
    αιτιατική τους προκατασκευαστικούς τις προκατασκευαστικές τα προκατασκευαστικά
     κλητική προκατασκευαστικοί προκατασκευαστικές προκατασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προκατασκευαστικός < ελληνιστική κοινή προκατασκευαστικός[1] [2] < αρχαία ελληνική προκατασκευάζω

Επίθετο

προκατασκευαστικός

Μεταφράσεις

  1. προκατασκευαστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προκατασκευαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.