προεφηβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεφηβικός η προεφηβική το προεφηβικό
      γενική του προεφηβικού της προεφηβικής του προεφηβικού
    αιτιατική τον προεφηβικό την προεφηβική το προεφηβικό
     κλητική προεφηβικέ προεφηβική προεφηβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεφηβικοί οι προεφηβικές τα προεφηβικά
      γενική των προεφηβικών των προεφηβικών των προεφηβικών
    αιτιατική τους προεφηβικούς τις προεφηβικές τα προεφηβικά
     κλητική προεφηβικοί προεφηβικές προεφηβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προεφηβικός < προ + έφηβος + -ικός

Επίθετο

προεφηβικός, -ή, -ό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.