προγυμναστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προγυμναστήριο τα προγυμναστήρια
      γενική του προγυμναστήριου
& προγυμναστηρίου
των προγυμναστήριων
& προγυμναστηρίων
    αιτιατική το προγυμναστήριο τα προγυμναστήρια
     κλητική προγυμναστήριο προγυμναστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προγυμναστήριο < προγυμνάζω + -τήριο

Ουσιαστικό

προγυμναστήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.