προγονοπληξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προγονοπληξία | οι | προγονοπληξίες |
| γενική | της | προγονοπληξίας | των | προγονοπληξιών |
| αιτιατική | την | προγονοπληξία | τις | προγονοπληξίες |
| κλητική | προγονοπληξία | προγονοπληξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προγονοπληξία < προγονόπληκτος + -σία < πρόγονος + πλήττω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.