προαπαγόρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προαπαγόρευση οι προαπαγορεύσεις
      γενική της προαπαγόρευσης* των προαπαγορεύσεων
    αιτιατική την προαπαγόρευση τις προαπαγορεύσεις
     κλητική προαπαγόρευση προαπαγορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαπαγορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προαπαγόρευση < προαπαγορεύω + -ση < ελληνιστική κοινή προαπαγορεύω < αρχαία ελληνική ἀπαγορεύω

Ουσιαστικό

προαπαγόρευση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προαπαγόρευση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.