ἀπαγορεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπαγορεύω < ἀπό + ἀγορεύω

Ρήμα

ἀπαγορεύω

  1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
  2. αποτρέπω (κάποιον από κάτι)
  3. παραιτούμαι από κάτι, το εγκαταλείπω, πχ από κούραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.