προανακριτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προανακριτικός η προανακριτική το προανακριτικό
      γενική του προανακριτικού της προανακριτικής του προανακριτικού
    αιτιατική τον προανακριτικό την προανακριτική το προανακριτικό
     κλητική προανακριτικέ προανακριτική προανακριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προανακριτικοί οι προανακριτικές τα προανακριτικά
      γενική των προανακριτικών των προανακριτικών των προανακριτικών
    αιτιατική τους προανακριτικούς τις προανακριτικές τα προανακριτικά
     κλητική προανακριτικοί προανακριτικές προανακριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προανακριτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

προανακριτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.