πριόβολο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριόβολο τα πριόβολα
      γενική του πριόβολου των πριόβολων
    αιτιατική το πριόβολο τα πριόβολα
     κλητική πριόβολο πριόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πριόβολο < μεσαιωνική ελληνική πυροβόλιον < αρχαία ελληνική πυροβόλος < πῦρ + βάλλω

Ουσιαστικό

πριόβολο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.