πριαπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πριαπικός | η | πριαπική | το | πριαπικό |
| γενική | του | πριαπικού | της | πριαπικής | του | πριαπικού |
| αιτιατική | τον | πριαπικό | την | πριαπική | το | πριαπικό |
| κλητική | πριαπικέ | πριαπική | πριαπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πριαπικοί | οι | πριαπικές | τα | πριαπικά |
| γενική | των | πριαπικών | των | πριαπικών | των | πριαπικών |
| αιτιατική | τους | πριαπικούς | τις | πριαπικές | τα | πριαπικά |
| κλητική | πριαπικοί | πριαπικές | πριαπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πριαπικός < Πρίαπος + -ικός < αρχαία ελληνική Πρίαπος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πρίαπος
Μεταφράσεις
πριαπικός
|
Πηγές
- πριαπικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.