πρεβεζιάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεβεζιάνικος η πρεβεζιάνικη το πρεβεζιάνικο
      γενική του πρεβεζιάνικου της πρεβεζιάνικης του πρεβεζιάνικου
    αιτιατική τον πρεβεζιάνικο την πρεβεζιάνικη το πρεβεζιάνικο
     κλητική πρεβεζιάνικε πρεβεζιάνικη πρεβεζιάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεβεζιάνικοι οι πρεβεζιάνικες τα πρεβεζιάνικα
      γενική των πρεβεζιάνικων των πρεβεζιάνικων των πρεβεζιάνικων
    αιτιατική τους πρεβεζιάνικους τις πρεβεζιάνικες τα πρεβεζιάνικα
     κλητική πρεβεζιάνικοι πρεβεζιάνικες πρεβεζιάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρεβεζιάνικος < Πρεβεζιάνος + -ικος

Επίθετο

πρεβεζιάνικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.