πρατηριούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πρατηριούχος | οι | πρατηριούχοι |
| γενική | του/της | πρατηριούχου | των | πρατηριούχων |
| αιτιατική | τον/την | πρατηριούχο | τους/τις | πρατηριούχους |
| κλητική | πρατηριούχε | πρατηριούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρατηριούχος < πρατήρι(ο) + -ούχος
Ουσιαστικό
πρατηριούχος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου
- πρατηριούχος υγρών καυσίμων: βενζινοπώλης
Μεταφράσεις
πρατηριούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.