πούντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πούντα οι πούντες
      γενική της πούντας
    αιτιατική την πούντα τις πούντες
     κλητική πούντα πούντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

πούντα < παλαιά (άμεσο δάνειο) ιταλική punta[1] < λατινική punctus

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpun.da/

Ουσιαστικό

πούντα θηλυκό

  1. (οικείο) πνευμονικό κρυολόγημα
    βγήκα έξω χτες με τη βροχή, κι άρπαξα μια πούντα
  2. (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) το άκρο ακρωτηρίου[2], λωρίδα στεριάς που προεξέχει προς τη θάλασσα
     συνώνυμα: ακρωτήριο
     δείτε τη λέξη Πούντα (τοπωνύμιο παραθαλάσσιων τόπων)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

πούντα < punta, από τη γλώσσα Garifuna ιθαγενών της Καραϊβικής

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpun.ta/

Ουσιαστικό

πούντα άκλιτο

  • (μουσική) punta, είδος μουσικής και χορός των ιθαγενών Garifuna στην Καραϊβική[3]

Αναφορές

  1. πούντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. Δείτε το κεφάλαιο: Μουσική στο λήμμα
    • Garifuna στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.