ποτηριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποτηριά | οι | ποτηριές |
| γενική | της | ποτηριάς | των | ποτηριών |
| αιτιατική | την | ποτηριά | τις | ποτηριές |
| κλητική | ποτηριά | ποτηριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ποτηριά θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.