πορφυρόχρους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | πορφυρόχρους | το | πορφυρόχρουν | ||
| γενική | του/της | πορφυρόχρου | του | πορφυρόχρου | ||
| αιτιατική | τον/την | πορφυρόχρου | το | πορφυρόχρουν | ||
| κλητική | πορφυρόχρους* | πορφυρόχρουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | πορφυρόχροες | τα | πορφυρόχροα | ||
| γενική | των | πορφυροχρόων | των | πορφυροχρόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | πορφυρόχροες | τα | πορφυρόχροα | ||
| κλητική | πορφυρόχροες | πορφυρόχροα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πορφυρόχρους
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.