πορτοφολού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτοφολού οι πορτοφολούδες
      γενική της πορτοφολούς των πορτοφολούδων
    αιτιατική την πορτοφολού τις πορτοφολούδες
     κλητική πορτοφολού πορτοφολούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορτοφολού < θηλυκό του πορτοφολάς

Ουσιαστικό

πορτοφολού θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.