πορτμπαγκάζ

Νέα ελληνικά (el)

ανοιχτό πορτμπαγκάζ

Ετυμολογία

πορτμπαγκάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική porte-bagages[1] [2] < porter + bagage

Προφορά

ΔΦΑ : /port.baˈgaz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορτμπαγκάζ

Ουσιαστικό

πορτμπαγκάζ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πορτμπαγκάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πορτμπαγκάζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.