πολύπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πολύπους < πολύ- + -πους
- Και (ουσιαστικοποιημένο).
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πολύποδας
Επίθετο
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πολῠποδ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύπους | τὸ | πολύπουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολύποδος | τοῦ | πολύποδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολύπόδῐ | τῷ | πολύποδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύποδᾰ | τὸ | πολύπουν | ||
| κλητική ὦ! | πολύπους | πολύπουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύποδες | τὰ | πολύποδᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυπόδων | τῶν | πολυπόδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολύποσῐ(ν) | τοῖς | πολύποσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολύποδᾰς | τὰ | πολύποδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολύποδες | πολύποδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολύποδε | τὼ | πολύποδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυπόδοιν | τοῖν | πολυπόδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
πολύπους, -ους, -ουν
- που έχει πολλά πόδια
- (για χώρους) που έχει πατηθεί από πολλά πόδια
Παράγωγα
- πολυποδάριον
- πολυπόδειον
- πολυπόδειος
- πολυπόδης
- πολυποδία
- πολυποδίνη
- πολυπόδιον
- πολυποδίτης
- πολυποδίτης οἶνος
- πολυποδώδης
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πολῠποδ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πολύπους | οἱ | πολύποδες | |
| γενική | τοῦ | πολύποδος | τῶν | πολυπόδων | |
| δοτική | τῷ | πολύποδῐ | τοῖς | πολύποσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | πολύποδᾰ | τοὺς | πολύποδᾰς | |
| κλητική ὦ! | πολύπους | πολύποδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολύποδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυπόδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
πολύπους, -οδος αρσενικό
- (θαλάσσιο ζώο) το χταπόδι
- πουλύπους
Πηγές
- πολύπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.