πολύποδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύποδος η πολύποδη το πολύποδο
      γενική του πολύποδου της πολύποδης του πολύποδου
    αιτιατική τον πολύποδο την πολύποδη το πολύποδο
     κλητική πολύποδε πολύποδη πολύποδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύποδοι οι πολύποδες τα πολύποδα
      γενική των πολύποδων των πολύποδων των πολύποδων
    αιτιατική τους πολύποδους τις πολύποδες τα πολύποδα
     κλητική πολύποδοι πολύποδες πολύποδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύποδος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολύποδος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.