πολυτόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | πολυτόκος | το | πολυτόκο | ||
| γενική | του/της | πολυτόκου | του | πολυτόκου | ||
| αιτιατική | τον/την | πολυτόκο | το | πολυτόκο | ||
| κλητική | πολυτόκε | πολυτόκο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | πολυτόκοι | τα | πολυτόκα | ||
| γενική | των | πολυτόκων | των | πολυτόκων | ||
| αιτιατική | τους/τις | πολυτόκους | τα | πολυτόκα | ||
| κλητική | πολυτόκοι | πολυτόκα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈto.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τό‐κος
Μεταφράσεις
πολυτόκος
|
Αναφορές
- πολυτόκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.