πολυσύνδετο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολυσύνδετο | τα | πολυσύνδετα |
| γενική | του | πολυσύνδετου | των | πολυσύνδετων |
| αιτιατική | το | πολυσύνδετο | τα | πολυσύνδετα |
| κλητική | πολυσύνδετο | πολυσύνδετα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυσύνδετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυσύνδετος
Ουσιαστικό
πολυσύνδετο ουδέτερο
- (γραμματική) σχήμα λόγου κατά το οποίο περισσότεροι από δύο όροι πρότασης ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους
- ↪Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, / οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι / επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, / κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι. Κωνσταντίνος Καβάφης, Στα 200 π.Χ.)
- ↪Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό. (Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)
Μεταφράσεις
πολυσύνδετο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.