πολυνησιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυνησιακός | η | πολυνησιακή | το | πολυνησιακό |
| γενική | του | πολυνησιακού | της | πολυνησιακής | του | πολυνησιακού |
| αιτιατική | τον | πολυνησιακό | την | πολυνησιακή | το | πολυνησιακό |
| κλητική | πολυνησιακέ | πολυνησιακή | πολυνησιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυνησιακοί | οι | πολυνησιακές | τα | πολυνησιακά |
| γενική | των | πολυνησιακών | των | πολυνησιακών | των | πολυνησιακών |
| αιτιατική | τους | πολυνησιακούς | τις | πολυνησιακές | τα | πολυνησιακά |
| κλητική | πολυνησιακοί | πολυνησιακές | πολυνησιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυνησιακός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πολυνησιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.