πολυμερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυμερικός | η | πολυμερική | το | πολυμερικό |
| γενική | του | πολυμερικού | της | πολυμερικής | του | πολυμερικού |
| αιτιατική | τον | πολυμερικό | την | πολυμερική | το | πολυμερικό |
| κλητική | πολυμερικέ | πολυμερική | πολυμερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυμερικοί | οι | πολυμερικές | τα | πολυμερικά |
| γενική | των | πολυμερικών | των | πολυμερικών | των | πολυμερικών |
| αιτιατική | τους | πολυμερικούς | τις | πολυμερικές | τα | πολυμερικά |
| κλητική | πολυμερικοί | πολυμερικές | πολυμερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυμερικός < πολυμερ(ές) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.me.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐με‐ρι‐κός
Επίθετο
πολυμερικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, χημεία) που σχετίζεται ή αποτελείται από πολυμερή
- ※ Τα κενά ανάμεσα στα φύλλα συμπληρώθηκαν με πολυμερικό υλικό. Χωρίς την πρόσθεση του πολυμερικού υλικού, τα «τούβλα» οξειδίου του αλουμινίου θα ήταν εύθραυστα και άκαμπτα, όπως όλα τα κεραμικά. (Πιο ανθεκτικά, αλλά εύκαμπτα κεραμικά υλικά, Η Καθημερινή, 9 Δεκεμβρίου 2008)
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.