πολυκατάστημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολυκατάστημα | τα | πολυκαταστήματα |
| γενική | του | πολυκαταστήματος | των | πολυκαταστημάτων |
| αιτιατική | το | πολυκατάστημα | τα | πολυκαταστήματα |
| κλητική | πολυκατάστημα | πολυκαταστήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυκατάστημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πολυκατάστημα ουδέτερο
- το συγκρότημα πολλών καταστημάτων ή μεγάλο κατάστημα που διαθέτει τρόφιμα και είδη καθημερινής ανάγκης
Μεταφράσεις
πολυκατάστημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.