πολυδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυδύναμος | η | πολυδύναμη | το | πολυδύναμο |
| γενική | του | πολυδύναμου | της | πολυδύναμης | του | πολυδύναμου |
| αιτιατική | τον | πολυδύναμο | την | πολυδύναμη | το | πολυδύναμο |
| κλητική | πολυδύναμε | πολυδύναμη | πολυδύναμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυδύναμοι | οι | πολυδύναμες | τα | πολυδύναμα |
| γενική | των | πολυδύναμων | των | πολυδύναμων | των | πολυδύναμων |
| αιτιατική | τους | πολυδύναμους | τις | πολυδύναμες | τα | πολυδύναμα |
| κλητική | πολυδύναμοι | πολυδύναμες | πολυδύναμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυδύναμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πολυδύναμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη δύναμη
- που διαθέτει μεγάλες δυνατότητες
- πολυδύναμο ιατρείο
- (ιατρική), (ανοσολογία) για εμβόλιο το οποίο προστατεύει από πολλές ασθένειες ταυτόχρονα
Μεταφράσεις
πολυδύναμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.