πολιτεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολιτεύτρια | οι | πολιτεύτριες |
| γενική | της | πολιτεύτριας | των | πολιτευτριών |
| αιτιατική | την | πολιτεύτρια | τις | πολιτεύτριες |
| κλητική | πολιτεύτρια | πολιτεύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολιτεύτρια < πολιτευ(τής) + -τρια[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈtef.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τεύ‐τρι‐α
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πολιτευτής
πολιτεύτρια
|
|
Αναφορές
- πολιτευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.