πολιορκητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολιορκητικός | η | πολιορκητική | το | πολιορκητικό |
| γενική | του | πολιορκητικού | της | πολιορκητικής | του | πολιορκητικού |
| αιτιατική | τον | πολιορκητικό | την | πολιορκητική | το | πολιορκητικό |
| κλητική | πολιορκητικέ | πολιορκητική | πολιορκητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολιορκητικοί | οι | πολιορκητικές | τα | πολιορκητικά |
| γενική | των | πολιορκητικών | των | πολιορκητικών | των | πολιορκητικών |
| αιτιατική | τους | πολιορκητικούς | τις | πολιορκητικές | τα | πολιορκητικά |
| κλητική | πολιορκητικοί | πολιορκητικές | πολιορκητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολιορκητικός < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολιορκητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.