πολεομορφισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολεομορφισμός οι πολεομορφισμοί
      γενική του πολεομορφισμού των πολεομορφισμών
    αιτιατική τον πολεομορφισμό τους πολεομορφισμούς
     κλητική πολεομορφισμέ πολεομορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολεομορφισμός < πολεομορφία + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urbanization)

Ουσιαστικό

πολεομορφισμός αρσενικό

  1. η εξέλιξη μιας περιοχής από αγροτική ή ημιαστική σε αστική
  2. η επίδραση του άστεως ή του αστικού τρόπου ζωής σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.