πολεομορφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολεομορφισμός | οι | πολεομορφισμοί |
| γενική | του | πολεομορφισμού | των | πολεομορφισμών |
| αιτιατική | τον | πολεομορφισμό | τους | πολεομορφισμούς |
| κλητική | πολεομορφισμέ | πολεομορφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολεομορφισμός < πολεομορφία + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urbanization)
Ουσιαστικό
πολεομορφισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
πολεομορφισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.