ποιμάντωρ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ποιμάντωρ | οἱ | ποιμάντορες | ||||
| γενική | τοῦ | ποιμάντορος | τῶν | ποιμαντόρων | ||||
| δοτική | τῷ | ποιμάντορι | τοῖς | ποιμάντορσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ποιμάντορα | τοὺς | ποιμάντορας | ||||
| κλητική ὦ! | ...?...ορ | ποιμάντορες | ||||||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ποιμάντωρ < αρχαία ελληνική ποιμαντήρ) + -τωρ < ποιμαν- (ποιμαίνω)< ποιμήν
Συγγενικά
Πηγές
- ποιμάντωρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ποιμάντωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.