ποικιλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικιλότητα οι ποικιλότητες
      γενική της ποικιλότητας των ποικιλοτήτων
    αιτιατική την ποικιλότητα τις ποικιλότητες
     κλητική ποικιλότητα ποικιλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποικιλότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ποικιλότητα θηλυκό

  1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ή συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων ή χαρακτηριστικών δίχως όμως να φτάνει στο σημείο της δυσαρμονίας (όπως στην περίπτωση της ανομοιομορφίας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.